καταρκώ

καταρκώ
καταρκῶ, -έω (Α)
1. είμαι πολύ επαρκής, είμαι πλήρως αρκετός («ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει», Ευρ.)
2. απρόσ. καταρκεῑ
είναι αρκετό, φτάνει («καταρκεῑ τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀρκῶ «είμαι αρκετός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”